ντους

ντους
το
άκλ.
1. λουτρό με κρύο νερό, ψυχρολουσία
2. (κατ' επέκτ.) μπάνιο με καταιονισμό νερού
3. υδραυλική εγκατάσταση τοποθετημένη μέσα στο λουτρό για τον καθαρισμό τού σώματος με καταιονισμό νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douche < ιταλ. doccia < docciare «αναβλύζω, ρέω ορμητικά» < doccia «σωλήνας νερού», πιθ. υποχωρητ. σχημ. τού doccione «αγωγός» < λατ. ductio < ductus, μτχ. τού duco «οδηγώ, φέρω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ντους — ντους, το και ντουζ, το (λ. γαλλ.) 1. πλύσιμο του σώματος με νερό που πέφτει σε μορφή βροχής. 2. συσκευή ειδικά διαμορφωμένη να διοχετεύει νερό σε μορφή βροχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • εξάντλημα — το (Α ἐξάντλημα) [εξαντλώ] εξάντληση, πλήρης εκκένωση αρχ. 1. η απότομη και με ορμή εκκένωση νερού στο σώμα τού ανθρώπου, η καταιόνηση, το ντους 2. ιατρ. κατάπτωση δυνάμεων, νάρκη …   Dictionary of Greek

  • εξάντληση — η (AM ἐξάντλησις) [εξαντλώ] η άντληση από κάπου, εκκένωση, άδειασμα νεοελλ. 1. πλήρης ανάλωση, κατανάλωση, ξόδεμα («εξάντληση τροφίμων, εφοδίων, υπομονής, ανοχής» κ.λπ.) 2. ελάττωση τής φυσικής αντοχής, εξασθένηση, αδυναμία τού οργανισμού… …   Dictionary of Greek

  • καταιονητήρας — ο 1. συσκευή καταιόνησης, κν. ντους 2. όργανο για την εκτέλεση υποκλυσμού ή πλύσεων μιας κοιλότητας τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • καταιόνηση — η (Α καταιόνησις) νεοελλ. η εξακόντιση κρύου ή θερμού ή εναλλασσόμενης θερμοκρασίας νερού στο σώμα για λόγους υγιεινής ή για θεραπευτικούς σκοπούς, κν. ντους αρχ. η πλύση με θερμό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιωνῶ. Ως επιστημον. όρος είναι απόδοση τού …   Dictionary of Greek

  • κρουνισμός — κρουνισμός, ὁ (AM) [κρουνίζω] αναπήδηση τού νερού μσν. καταιωνισμός, ντους …   Dictionary of Greek

  • προσάντλημα — ήματος, τὸ, Α [προσαντλῶ] καταιόνιση, ντους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”